παίζεθ' — παίζετε , παίζω play like a child pres imperat act 2nd pl παίζετε , παίζω play like a child pres ind act 2nd pl παΐζετε , παίζω play like a child pres imperat act 2nd pl παΐζετε , παίζω play like a child pres ind act 2nd pl παίζεται , παίζω play… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίζετ' — παίζετε , παίζω play like a child pres imperat act 2nd pl παίζετε , παίζω play like a child pres ind act 2nd pl παΐζετε , παίζω play like a child pres imperat act 2nd pl παΐζετε , παίζω play like a child pres ind act 2nd pl παίζεται , παίζω play… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek